- ἐπικούρημα
- ἐπικούρημαprotectionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικούρημα — ἐπικούρημα, τὸ (Α) [επικουρώ] 1. οτιδήποτε προφυλάσσει, συνδράμει ή βοηθάει, η βοήθεια 2. ό,τι δίνει ηθική βοήθεια ή ενίσχυση 3. ιατρ. βοηθητικό φάρμακο … Dictionary of Greek
ἐπικουρημάτων — ἐπικούρημα protection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήμασι — ἐπικούρημα protection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήμασιν — ἐπικούρημα protection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήματα — ἐπικούρημα protection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)